Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016

Ελληνική παρουσία στη Βόρεια Θάλασσα και εμπόριο Κασσιτερίτη –Ήλεκτρου


Ιωάννης Μιχαλέτος
Πολιτικός Αναλυτής-Συντάκτης Ν.Α Ευρώπης για διεθνή ΜΜΕ

Κατά τη περίοδο 2.500 -2.000 Π.Χ ο Μεσογειακός κόσμος ανέπτυξε το εμπόριο του Κασσιτερίτη συνενώνοντας κατά αυτό τον τρόπο τη Βόρεια Θάλασσα με τη Μεσόγειο , τόσο σε οικονομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Τα υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία καταδεικνύουν τη κρίσιμη συμβολή των Μινωικών και Μυκηναϊκών στόλων στη δημιουργία των εμπορικών δρόμων Βορρά-Νότου,
όπως και τη συμβολή των Ελλήνων στη διαδικασία της τότε εμπορικής «ενοποίησης» της Ευρώπης.  Περαιτέρω εμπορικοί διάδρομοι κατά το μήκος της Ευρωπαϊκή ενδοχώρας, φέρουν σημάδια της Ελληνικής παρουσίας η οποία αποτέλεσα το πρωτόλειο παράγοντα της πρώιμης Ευρωπαϊκής ενοποίησης, αρκετές χιλιετηρίδες προτού ο όρος αυτός εισαχθεί εκ νέου στο Διεθνές πολιτικό-οικονομικό προσκήνιο κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Είναι αξιοσημείωτο να λεχθεί ότι ο πρώτος έμπορος-εξερευνητής στο απώτερο σημείο της Βορείου Θαλάσσης ήταν ο Πυθέας ο Μασσαλιώτης (1). Ο ίδιος ανακάλυψε τη σημερινή Ισλανδία (Θούλη) ακολουθώντας τα χνάρια των κατά πολύ αρχαιότερων του Μινωιτών και Μυκηναΐων ναυτικών.

Το εμπόριο στις Κασσιτερίδες Νήσους
Οι Κασσιτερίδες Νήσοι ήταν κυρίως δύο. Η σημερινή Ιρλανδία και Βρετανία. Οι περισσότεροι συγγραφείς της Αρχαιότητας συμφωνούν με το ανωτέρω καθώς τοποθετούν τη παραγωγή Κασσιτερίτη σε νήσους  Βορειοδυτικώς της Ευρώπης. Όπως σημειώνει και ο Στράβωνας «Βόρεια και απέναντι της Αρταβρώνας (Σημερινή Ισπανική Γαλικία)». Η Βρετανία εκείνη την περίοδο ήταν γνωστή και ως «Αλβιόνα», ενώ η Ιρλανδία αναφερόταν ως «Ιβερνία» ή «Ιέρνα» (2). Κατά τα φαινόμενα η Ιρλανδία διέθετε μεγάλα αποθέματα του μετάλλου και για αυτό το λόγο ήταν αρκετά γνωστή περιοχή στις Ελληνικές πόλεις (3).  Η μεγάλη όμως παραγωγή Κασσιτερίτη ελάμβανε χώρα στη Κορνουάλη η οποία καθ’όλη τη διάρκεια της 3ης Χιλιετηρίδας Π.Χ ήταν φημισμένη στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο ως σημαντικό εμπορικό-βιομηχανικό κέντρο του Βορρά.

 Ένα από τα ερωτήματα που πιθανώς να δημιουργηθούν, είναι γιατί οι Έλληνες έμποροι-ναυτικοί ταξίδεψαν τόσο Βόρεια-Για τα δεδομένα της εποχής- και πώς γνώριζαν την ύπαρξη των μεταλλευμάτων εξ’αρχής-. Καταρχάς πρέπει να σημειωθεί ότι οι αρχικές πηγές του Κασσιτερίτη ευρέθησαν στη Μεσογειακή Λεκάνη και συγκεκριμένα στο Κάδιξ, Μικρά Ασία και Κύπρο ήδη προ του 3.000 Π.Χ. Η υπερεκμετάλλευση και εξάντληση των αποθεμάτων αποτέλεσε εκ των πραγμάτων και την αιτία για τη διαδικασία εξεύρεσης μεταλλευμάτων Βορειότερα (4).

 Αρκετοί ερευνητές έχουν υποστηρίξει την άποψη ότι το πρώτο έθνος που δημιούργησε τα εκτεταμένα εμπορικά δίκτυα επεξεργασίας και διανομής του μετάλλου ήταν οι Φοίνικες. Είναι αληθές ότι ο Σημιτικός αυτός λαός είχε αναπτύξει ένα εξαιρετικό πλέγμα αποικιών από το σημερινό Λίβανο μέχρι τη Νότιο Ισπανία, αλλά οι δραστηριότητες του αυτές απέχουν περί τα χίλια έτη μετά την εποχή που αναλύετε και συγκεκριμένα από το 15ο αιώνα ΠΧ (5). Άρα το εμπόριο του Κασσιτερίτη βρισκόταν σε Ελληνικά χέρια αρκετούς αιώνες προγενέστερα και ως εκ τούτου και η ανακάλυψη των πηγών του μετάλλου μπορεί να λεχθεί ότι επιτευχθεί από του Έλληνες εμπόρους.

Σύμφωνα με τον Βρετανό αρχαιολόγο και ιστορικό Stanley Casson, οι Έλληνες είχαν ήδη εξερευνήσει τις Βρετανικές Νήσους από την 3 Χιλιετηρίδα Π.Χ, και δημιούργησαν μία εκπληκτική εμπορική δραστηριότητα που συνίσταται για τη Βρετανία, στην εξαγωγή Κασσιτερίτη και οικοτεχνικών παρασκευασμάτων.

Οι  Έλληνες ήταν ικανοί τη περίοδο εκείνοι, να διατηρήσουν τα αξιοθαύμαστα εμπορικά δίκτυα τους τα οποία είχαν ως βάση το Νότιο Αιγαίο –Κρήτη, Πελοπόννησο- και διέτρεχαν τη Μεσόγειο έως και τη Βόρεια Θάλασσα. Ο Γάλλος ιστορικός Raymond Furon (6), αναφέρει ότι «από τη Μινωική περίοδο Ι (2.800 ΠΧ) το εμπόριο ήταν πολύ ανεπτυγμένο. Η Κρήτη ήδη κατείχε τα ηνία στη Μεσόγειο και η χρήση του Κασσιτερίτη ήταν ευρέως διαδεδομένη για τη παραγωγή μπρούντζου. Για αυτό το λόγο η Δυτική Μεσόγειος εξερευνήθηκε και βαθμιαία ετέθη υπό την οικονομική και πολιτική σφαίρα επιρροής του Μινωικού κόσμου»

Κατά την 3η Χιλιετηρίδα ένα πολυσύνθετο δίκτυο οικονομικών δραστηριοτήτων με επίκεντρο το Αιγαίο, απλώθηκε ως ιστός σε όλο το μήκος και το πλάτος της Μεσογείου. Όταν τα αποθέματα του μετάλλου ελαττώθηκαν η οικονομική ανάγκη ανάγκασε τους Έλληνες να στραφούν στο Βορρά. Ο Αμερικανός ιστορικός Cyrus Gordon, μετά από ενδελεχή μελέτη των πηγών και ευρημάτων κατέληξε στα εξής, «Ένα Μινωικό ξίφος συμβολίζεται σε ένα Μενίρ του Στόουνχετζ υποδεικνύοντας τις άμεσες επαφές μεταξύ των πληθυσμών των Βρετανικών Νήσων και των Ελλήνων. Επιπροσθέτως, Μινωικές επιγραφές (Της 2ης Χιλιετηρίδας) έχουν κατά καιρούς ανεβρεθεί από την Ανατολία και την Ιβηρική Χερσόνησο, έως και το ακρωτήρι Μέτκαλφ στις Ανατολικές ακτές των ΗΠΑ! Είναι πλέον του βέβαιου ότι με επίκεντρο το Αιγαίο οι Έλληνες δημιούργησαν ένα εντυπωσιακό εμπορικό δίκτυο που εκτεινόταν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα» (7).

Τέλος ένα πρόσφατο αρχαιολογικό εύρημα, προωθεί αρχαιότερα το εμπόριο Κασσιτερίτη στο Βορρά. Το 1991 στις εκβολές του ποταμού Έμς στο κόλπο του Μπίγκσμπερυ –Ν. Αγγλία- ανακαλύφθηκαν τα απομεινάρια ενός ναυαγίου το οποίο μετέφερε ράβδους Κασσιτερίτη (8). Η χρονολόγηση με τη μέθοδο Άνθρακα-14 προσέγγισε τη χρονολογία στο 4.000 ΠΧ περίπου.  Εάν και οι γνώμες των αρχαιολόγων εξακολουθούν να διίστανται, υπάρχει πάντοτε η πιθανότητα ανεύρεσης και άλλων ναυαγίων στη περιοχή μεταξύ του σημερινού Πλύμουθ και Σαουθάμπτον που θα επιβεβαιώσουν με τη σειρά τους την μακραίωνη ιστορία του Πανευρωπαϊκού εμπορίου πολύ προτού από ότι υπολογίζεται μέχρι στιγμής από τους ιστορικούς.

Η χώρα του Ήλεκτρου (Κεχριμπάρι)

Το εμπόριο του Ήλεκτρου αποτελούσε ένα έτερο στοιχείο της πολυσήμαντης οικονομικής δραστηριότητας της εποχής. Ο Όμηρος ήταν ο πρώτος που ονόμασε το υλικό αυτό «Ήλεκτρο» και το αναφέρει στην Ιλιάδα (9).  Το όνομα του ήλεκτρου προέρχεται από το όνομα του ήλιου «ηλέκτωρ» που σημαίνει «Ο λαμπερός». Σύμφωνα με τη μυθολογία τα δάκρυα των Ηλιάδων των αδελφών του Φαέθοντα μεταμορφώθηκαν σε κεχριμπάρι-ήλεκτρο. Ο Δίας είχε σύμφωνα με το μύθο σκοτώσει τον Φαέθοντα γιατί ο ίδιος έχοντας οδηγήσει το άρμα του Ήλιου το είχε φέρει κοντά στη Γη και προκάλεσε μεγάλες καταστροφές στην ανθρωπότητα. Σο τέλος ο Ζευς λυπήθηκε τις τέσσερις αδελφές  και έτσι γεννήθηκε το ήλεκτρο το οποίο είναι ένα υλικό που συνδυάζει το έντονο χρώμα του ήλιου με τη διαφάνεια των δακρύων.

Η περιοχή παραγωγής του Ήλεκτρου ήταν η χερσόνησος της Γιουτλάνδης, στη σημερινή Δανία, όπως επίσης και οι εκβολές του ποταμού Έλβα στη Γερμανία (10). Ο αρχαίος «Δρόμος του Ήλεκτρου» είχε ως σημείο εκκίνησης τις ακτές της Β. Θάλασσας, προχωρούσε κατά μήκος του Ρήνου, των παρόχθιων οδών του ποταμού Άαρ στην Ελβετία (Λίμνη Γενεύης) για να καταλήξει στη σημερινή Νότια Γαλλία και στην Μασσαλία. Εάν και η ίδρυση της Ελληνικής αυτής αποικίας χρονολογείται κατά το 560 Π.Χ, ο δρόμος του Ήλεκτρου προϋπήρχε και κατά τα φαινόμενα και η Ελληνική παρουσία εν είδη εμπορικού σταθμού.

Ο Άγγλος Καθηγητής , Barry Cunliffe, υποστηρίζει ότι το εμπόριο ήλεκτρου ήταν πολύ κοινό μεταξύ των Βόρειων λαών και των Ελλήνων ήδη από το 2.000 ΠΧ και σε αυτό συνηγορούν πολυάριθμα ευρήματα από το Γουέσσεξ της Αγγλίας, τις Μυκηναϊκές πόλεις  και στις ακτές τις Γαλλίας και Γερμανίας (11). Περαιτέρω υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι το εμπόριο αυτό μεταξύ Ελλήνων και Βορείων διεξαγόταν από τη πρώιμη νεολιθική εποχή. Είναι προφανές ότι η αρχαιολογική σκαπάνη και ιστορική έρευνα επιφυλάσσει εκπλήξεις ως προς τα αληθινά χρονικά όρια του αρχαίου κόσμου και το πραγματικό επίπεδο πολιτισμού που είχε αναπτύξει.
Η Μασσαλία άμα την ίδρυση της, υπήρξε ο κύριος Ελληνικός κόμβος διασύνδεσης των Ελλήνων με τους Κέλτες  ,οι οποίοι με τη σειρά τους ανελάμβαναν το ρόλο του μεταφορέα και επιβλέπων του Ήλεκτρου κατά τη κάθοδο του έως τη Μεσόγειο (12).  Οι σχέσεις Ελλήνων Κελτών διατηρήθηκαν επί μακρού (13) και είναι χαρακτηριστικό ότι αντιπροσωπία Κελτών επισκέφθηκε τον Μ. Αλέξανδρο προτού εκστρατεύσει στην Ασία ως ένδειξη καλής θέλησης και διατήρησης διπλωματικών σχέσεων. Το παραπάνω γεγονός είναι ενδεικτικό της συνεχούς και επωφελούς συνεργασίας μεταξύ των δύο λαών για τουλάχιστον χίλια έτη.


Εν κατακλείδι, το εμπόριο Κασσιτερίτη και Ήλεκτρου, αποκαλύπτει ένα πανευρωπαϊκό Ελληνικό εμπορικό δίκτυο το οποίο αποτέλεσε και τη πρώιμη μορφή μίας «Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ένωσης», για ένα μακρύ χρονικό διάστημα. Παράλληλα σύμφωνα με τις έρευνες (14)  η δράση των Ελλήνων ήταν και η πρώτη μορφή εξερεύνησης των αχανών εκτάσεων της Βορείου Ευρώπης και η πρώτη επαφή μεταξύ του ανεπτυγμένου Μινωικού και Μυκηναϊκού Πολιτισμού με τις φυλές της Νεολιθικής Εποχής του Βορρά.  Εάν στα ανωτέρω προσθέσουμε και κατά καιρούς ευρήματα –Μινωικά ή Μυκηναϊκά- από τη Μέση Ανατολή έως και τη Δυτική Μεσόγειο και Β. Αφρική, τότε αναδεικνύεται μία διάσταση του Ελληνικού εμπορίου με οικουμενικά χαρακτηριστικά και με πολύπλοκη δομή για μεταφορές, επιμελητεία και επικοινωνία
Η  εμπορική δραστηριότητα των Ελλήνων είναι λογικό να ανέπτυξε και πολιτισμική ενέργεια όπως και πολιτική επιρροή επί των φυλών αυτών, οι οποίες αποτέλεσαν και τις βάσεις για τη δημιουργία των σημερινών εθνών των Άγγλων, Σκώτων, Ουαλλών, Ιρλανδών, Δανών κ.α Ενδεχομένως μία επισταμένη έρευνα εκ μέρους της σημερινής Ελληνικής -αλλά και Ευρωπαικής- επιστημονικής κοινότητας να αποκαλύψει ενδιαφέροντα έως και επαναστατικά στοιχεία τα οποία θα θεμελιώσουν σε νέες βάσεις τη σύγχρονη αντίληψη περί εξελίξεως της Ευρωπαϊκής Ιστορίας.

Σημειώσεις:
I) Το παρόν άρθρο είναι εμπνευσμένο από τις μελέτες του μεγάλου Έλληνα ερευνητή , Χρήστου Λάζου, ο οποίος είχε εντοπίσει την όσμωση του αρχαίου Βορειο-Ευρωπαικού πολιτισμού με τον Ελληνικό και την κληρονομιά του δεύτερου στον πρώτο. Ειδικότερα  από το βιβλίο «Το ταξίδι του Πυθέα στην άγνωστη Θούλη»
II) Το άρθρο θα εκδοθεί στην Αγγλική για την επιστημονική επιφυλλίδα “Nordicum-Mediteraneaum”, University of Akuyeri-Iceland. Η Ισλανδική πανεπιστημιακή έκδοση μελετά τις σχέσεις μεταξύ Βορρά-Νότου στην Ευρώπη.


http://www.12830.gr